προσέχω

προσέχω
(αόρ. επρόσεξα) 1. μετ. , αμετ.
1) быть внимательным (к чему-л.), внимательно следить (за чём-л.);

προσέχω (σ)τήν διάλεξη — внимательно слушать лекцию;

2) замечать (кого-что-л.), обращать внимание (на кого-что-л.);
δεν πρόσεξα я не обратил внимания; δεν τον πρόσεξα я не заметил его; 3) остерегаться, быть осторожным, беречь себя; принимать меры предосторожности; πρόσεχε! будь осторожен!; πρόσεχε (από) το ψύχος берегись холода; 2. μετ. обращать внимание (на кого-что-л.), оценивать по достоинству (кого-что-л.); 2) внимательно, бережно, заботливо относиться (к кому-чему-л.); ухаживать (за кем-чем-л.);

προσέχω τό αυτοκίνητο μου — ухаживать за своей машиной


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προσέχω" в других словарях:

  • προσέχω — προσέχω, πρόσεξα, προσεγμένος βλ. πίν. 31 Σημειώσεις: προσέχω : η μτχ. προσεγμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που έγινε με προσοχή, επιμέλεια, φροντίδα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσέχω — hold to pres subj act 1st sg προσέχω hold to pres ind act 1st sg προσχώννυμι heap upon imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

  • προσέχω — πρόσεξα, προσέχτηκα, προσεγμένος 1. προσηλώνω το νου, παρακολουθώ, έχω το νου μου: Προσέχω τον καθηγητή μου που διδάσκει. 2. επιτηρώ, φυλάγω ή φυλάγομαι: Πρόσεχε τους ανθρώπους που σε κολακεύουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσέχετε — προσέχω hold to pres imperat act 2nd pl προσέχω hold to pres ind act 2nd pl προσέχω hold to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέχῃ — προσέχω hold to pres subj mp 2nd sg προσέχω hold to pres ind mp 2nd sg προσέχω hold to pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεσχηκότα — προσέχω hold to perf part act neut nom/voc/acc pl προσέχω hold to perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεχόμενον — προσέχω hold to pres part mp masc acc sg προσέχω hold to pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεχόντων — προσέχω hold to pres part act masc/neut gen pl προσέχω hold to pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεῖχον — προσέχω hold to imperf ind act 3rd pl προσέχω hold to imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσχόμενον — προσέχω hold to aor part mid masc acc sg προσέχω hold to aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»