προσέχω — προσέχω, πρόσεξα, προσεγμένος βλ. πίν. 31 Σημειώσεις: προσέχω : η μτχ. προσεγμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που έγινε με προσοχή, επιμέλεια, φροντίδα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσέχω — hold to pres subj act 1st sg προσέχω hold to pres ind act 1st sg προσχώννυμι heap upon imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
προσέχω — πρόσεξα, προσέχτηκα, προσεγμένος 1. προσηλώνω το νου, παρακολουθώ, έχω το νου μου: Προσέχω τον καθηγητή μου που διδάσκει. 2. επιτηρώ, φυλάγω ή φυλάγομαι: Πρόσεχε τους ανθρώπους που σε κολακεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσέχετε — προσέχω hold to pres imperat act 2nd pl προσέχω hold to pres ind act 2nd pl προσέχω hold to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέχῃ — προσέχω hold to pres subj mp 2nd sg προσέχω hold to pres ind mp 2nd sg προσέχω hold to pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεσχηκότα — προσέχω hold to perf part act neut nom/voc/acc pl προσέχω hold to perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχόμενον — προσέχω hold to pres part mp masc acc sg προσέχω hold to pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχόντων — προσέχω hold to pres part act masc/neut gen pl προσέχω hold to pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεῖχον — προσέχω hold to imperf ind act 3rd pl προσέχω hold to imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσσχόμενον — προσέχω hold to aor part mid masc acc sg προσέχω hold to aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)